- ὀπυιητής
- ὀπυιητής, έω, ὁ,A husband, Herod.4.84.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπυιητής — ὀπυιητής, έω, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. οπυι τού ενεστ. τού ρ. ὀπυίω πιθ. αντί ενός αμάρτυρου αρχ. *ὀπυστής] … Dictionary of Greek